ακαλαφάτιστος

ακαλαφάτιστος
-η, -ο [καλαφατίζω]
1. εκείνος που δεν τού έχουν κλείσει τις χαραμάδες με στουπί, πίσσα, ή ρετσίνι
«καΐκι ακαλαφάτιστο»
2. όποιος δεν μπορεί να επισκευαστεί με καλαφάτισμα
3. (μτφ. με άσεμνη σημασία) απέραστος, αγάμητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαλαφάτιστος — η, ο αυτός που δεν καλαφατίστηκε, που οι σχισμές του δε βουλώθηκαν με στουπί: Το καΐκι στεκόταν ακόμη εκεί ακαλαφάτιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”